- σκορμπούτο
- τοβλ. σκορβούτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορβούτο — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από ένδεια των βιταμινών C και Ρ. Είναι γνωστή από αιώνες και πολλές επιδημίες έχουν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν και στην Ευρώπη· ιδιαίτερα προσβάλλονταν οι ναυτικοί κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων,… … Dictionary of Greek
σκορβούτο — σκορβούτο, το και σκορμπούτο, το (λ. ιταλ.), είδος αρρώστιας που προσβάλλει κυρίως τους ναυτικούς: Τρέφονταν πολλές μέρες με κονσέρβες κι έπαθαν σκορβούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)